- ξεδιηγώ
- και ξεδηγώ (Μ ξεδιηγῶ και ξεδηγῶ)νεοελλ.1. εξιστορώ με λεπτομέρειες, εκθέτω διεξοδικά2. ερμηνεύω, εξηγώμσν.(συν. το μέσ.) ξεδιηγοῡμαι και ξεδηγοῡμαιαφηγούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-διηγοῡμαι (βλ. λ. ξ[ε]-)].
Dictionary of Greek. 2013.